ἐγκολπίας

Revision as of 01:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἄνεμος, a local wind A blowing from a bay, Arist.Mu.394b15.

German (Pape)

[Seite 709] ἄνεμος, Wind, der im Meerbusen entsteht, Arist. mund. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκολπίας: ἄνεμος, ἐπιτόπιος ἄνεμος, ἐν κόλπῳ τινὶ γεννώμενος καὶ πνέων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 10.

Spanish (DGE)

-ου
adj. que sopla desde un golfo ἄνεμος Arist.Mu.394b15, cf. Seneca QN 5.8.1.

Greek Monolingual

ο (AM ἐγκολπίας)
τοπικός άνεμος που πνέει από θαλάσσιο κόλπο, η μποκαδούρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκολπίας: ου adj. m дующий со стороны залива (ἄνεμοι Arst.).