κόλπο
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
το (Μ κόλπον)
νεοελλ.
1. έξυπνο τέχνασμα («θα σού πω ένα κόλπο για να αποφεύγεις τους ενοχλητικούς επισκέπτες»)
2. επιχείρηση προς εξαπάτηση, απάτη («μαζί σκάρωσαν το κόλπο με τους πλαστούς πίνακες»)
3. φρ. «μού κάνει κόλπα»
α) συμπεριφέρεται με ασυνέπεια, είναι ασταθής στις υποσχέσεις του ή στις αποφάσεις του («έχουν συμφωνήσει τόσον καιρό τώρα για το συμβόλαιο και τώρα τους κάνουν κόλπα»)
β) με παιδεύει ή με ενοχλεί κάποιος ή κάτι («αυτά τα παιδιά μέ έχουν τρελάνει, όλο κόλπα μού κάνουν»)
μσν.
χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colpo (< λατ. colaphus < ελλ. κόλαφος)].