ἐξάραγμα

Revision as of 08:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰρ], ατος, τό, A = σύντριμμα, Hp. ap. Gal.19.98.

German (Pape)

[Seite 871] τό, das Herausgeschlagene, der Splitter, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάραγμα: τό, «σύντριμμα» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 466.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. fractura, rotura Hp. en Gal.19.98, Ruf.Interrog.60.

Greek Monolingual

ἐξάραγμα, το (Α) εξαράσσω
αυτό που προήλθε από θραύση, το θραύσμα, το σύντριμμα.