ἐπάγρυπνος

Revision as of 08:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A wakeful, sleepless, κηδεμονία Mitteis Chr.77.11 (Sup., iv A. D.), cf. Vett. Val.11.16, Aristaenet.1.27.

German (Pape)

[Seite 893] schlaflos, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάγρυπνος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος ν’ ἀποκοιμηθῇ, ἄϋπνος, Ἀρισταίν. 1. 27. - Ἐπίρρ. -νως, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 29, 66.

Greek Monolingual

ἐπάγρυπνος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος
2. ακοίμητος, προσεκτικός.
επίρρ...
έπαγρυπνως
άγρυπνα, με επαγρύπνηση.