άυπνος

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

και άνυπνος, -η, -ο (AM ἄϋπνος, -ον) ύπνος
1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν έχει ύπνο, που δεν μπορεί να κοιμηθεί
2. (για νύχτα) αυτή που περνά κανείς χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί
αρχ.
1. άγρυπνος, ακούραστος
2. φρ. «ύπνος άϋπνος» — πολύ ελαφρύς ύπνος, ύπνος από τον οποίο ξυπνά κανείς εύκολα, ανήσυχος, ταραγμένος.