ἐπανακεφαλαίωσις
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
εως, ἡ, A recapitulation, ib. 30.
Greek Monolingual
ἐπανακεφαλαίωσις, η (Α)
ανακεφαλαίωση.
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
Full diacritics: ἐπανακεφαλαίωσις | Medium diacritics: ἐπανακεφαλαίωσις | Low diacritics: επανακεφαλαίωσις | Capitals: ΕΠΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΙΣ |
Transliteration A: epanakephalaíōsis | Transliteration B: epanakephalaiōsis | Transliteration C: epanakefalaiosis | Beta Code: e)panakefalai/wsis |
εως, ἡ, A recapitulation, ib. 30.
ἐπανακεφαλαίωσις, η (Α)
ανακεφαλαίωση.