κορυνάω
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
(A κορύνη ΙΙ) put forth knobby buds, Thphr.HP4.12.2.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνάω: μέλλ. -ήσω, (κορύνη ΙΙ) ἀναδίδω βλαστοὺς ἢ «μπουμπούκια» ὅμοια πρὸς ῥόπαλα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 2.