παραρίπτω
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
A v. παραρρίπτω. πάραρμα, v. παραίρημα. πάρᾱρος, ον, v. παρήορος III. παράρους, v. παράρροος.
Greek (Liddell-Scott)
παραρίπτω: παράρυθμος, παράρῡμα, ἴδε παράρρ-.
Russian (Dvoretsky)
παραρίπτω: Anth. = παραρρίπτω.