αἰγιλώπιον
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
English (LSJ)
τό, = αἰγίλωψ III, Dsc.3.137.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγιλώπιον: το, = αἰγίλωψ ΙΙ, Διοσκ. 3. 144.
Spanish (DGE)
-ου, τό
medic. egilopia, fístula lacrimal Dsc.3.137.2, Plin.HN 22.54.