Ατθίς

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

Greek Monolingual

Ἀτθίς (-ίδος), η (Α)
1. αυτή που προέρχεται από την Αττική ή ανήκει σ' αυτήν
2. ως ουσ. α) (ενν. γῆ) η Αττική
β) η Αττική διάλεκτος
γ) η Αθηναία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. αττικός].