Ατθίς
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Ἀτθίς (-ίδος), η (Α)
1. αυτή που προέρχεται από την Αττική ή ανήκει σ' αυτήν
2. ως ουσ. α) (ενν. γῆ) η Αττική
β) η Αττική διάλεκτος
γ) η Αθηναία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. αττικός].