άληστος
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
Greek Monolingual
(Α ἄληστος, -ον)
1. αυτός που δεν μπορεί να λησμονηθεί, αλησμόνητος, αξέχαστος
«ο αλήστου μνήμης...», ο αλησμόνητος
2. αυτός που δεν λησμονά, δεν ξεχνάει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + λήθω -ομαι παράλληλος τ. του ρημ. λανθάνω -ομαι. Βλ. και ἄλαστος.
Translations
unforgettable
Adyghe: ащмыгъупшэжь; Albanian: paharrueshëm; Armenian: անմոռանալի, անմոռաց; Azerbaijani: unudulmaz; Belarusian: незабываны, незабыўны, незабытны; Bulgarian: незабравим; Catalan: inoblidable; Chinese Mandarin: 難忘, 难忘, 不能忘的; Czech: nezapomenutelný; Danish: uforglemmelig; Dutch: onvergetelijk; Esperanto: neforgesebla; Estonian: unustamatu; Finnish: ikimuistoinen, unohtumaton, mieleenpainuva; French: inoubliable; Galician: inesquecible, inesquecíbel; German: unvergesslich; Greek: αξέχαστος, αλησμόνητος, άληστος, ανεπίληστος, αλήστου μνήμης; Ancient Greek: ἀείμναστος, ἀειμνημόνευτος, αἰειμνημόνευτος, ἀείμνηστος, αἰείμνηστος, ἄλαστος, ἀλησμόνητος, ἄληστος, ἀνεπίληστος, ἀοίδιμος; Ancient Greek: ἀείμναστος, ἀείμνηστος, αἰείμνηστος, ἄλαστος, ἀλησμόνητος, ἄληστος, ἀνεπίληστος, ἀοίδιμος; Hebrew: בִּלְתִּי נִשְׁכָּח; Hungarian: felejthetetlen; Irish: dodhearmadta; Italian: indimenticabile; Japanese: 忘れられない, 忘れがたい; Korean: 잊을 수 없다, 잊지 못하다; Latin: memorabilis, recordabilis; Macedonian: незаборавен; Malayalam: മറക്കാനാവാത്ത, അവിസ്മരണീയ; Manx: neuyarroodagh; Norwegian Bokmål: uforglemmelig; Nynorsk: ugløymeleg; Polish: niezapomniany; Portuguese: inesquecível; Romanian: de neuitat, neuitabil; Russian: незабываемый, незабвенный; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏забора̄ван; Roman: nȅzaborāvan; Slovak: nezabudnuteľný; Slovene: nepozaben; Spanish: inolvidable; Swedish: oförglömlig; Telugu: మరిచిపోలేని; Turkish: unutulmaz; Ukrainian: незабутній; Yiddish: אומפֿאַרגעסלעך