θαλασσοβραχής

Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ές, A soaked in brine, Antyll. ap. Orib.8.12.3.

German (Pape)

[Seite 1182] ές, meerbenetzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσοβραχής: -ές, βεβρεγμένος θαλάσσῃ, Ὀρειβ. σ. 123.

Greek Monolingual

θαλασσοβραχής, -ές (Α)
βρεγμένος με θαλασσινό νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -βραχής (< βρέχω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-βράχ-ην), πρβλ. ελαιο-βραχής, μυρο-βραχής].