καλλικόμας

Revision as of 16:31, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ, = καλλίκομος (beautiful-haired, with beautiful foliage), πλόκαμος E. IA 1080 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.

Greek Monolingual

καλλικόμας, ὁ (Α)
ο καλλίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. ηλιο-κόμας, στραβαλο-κόμας].

Greek Monotonic

καλλικόμας: ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐκόμᾱς: adj. m дор. Eur. = καλλίκομος.

Middle Liddell

καλλι-κόμας, ου, = καλλίκομος, Eur.]