καλλι
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
Greek Monotonic
καλλι:1. αʹ συνθ. πολλών σύνθετων λέξεων, όπου η έννοια του ωραίου προστίθεται στην κύρια ή απλή έννοια του πράγματος· το καλο- είναι μεταγεν. και λιγότερο συνηθισμένο.
2. μερικές φορές ως απλό επίθ. μαζί με ουσ., όπως στο καλλίπαις = καλὴ παῖς.
Middle Liddell
1. the first part in compds., where the notion of beautiful is added to the simple notion: καλο- is later and less common.
2. sometimes like a mere adj. with its Subst., as καλλίπαις = καλὴ παῖς.