καταστροφικῶς
From LSJ
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
English (LSJ)
Adv. by way of conclusion, Ath.10.453c.
Greek (Liddell-Scott)
καταστροφικῶς: ἐπίρ., κατὰ τὸν τρόπον στροφῆς ἢ συμπεράσματος, ἰδίως κατὰ τὸν τρόπον δραματικῆς καταστροφῆς, τὴν τελευτὴν κ. ποιεῖσθαι εἰς… Ἀθήν. 453C.