κεραμουργός

Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὁ, A = κεραμοποιός, PPetr.3p.173 (iii B.C.), Man.4.291, Cat.Cod.Astr.8(4).213.

German (Pape)

[Seite 1420] = κεραμοποιός, Maneth. 4, 291.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμουργός: ὁ, (ἔργω) = κεραμοποιός, Μανέθ. 4 291.

Greek Monolingual

ο (Α κεραμουργός)
κεραμοποιός, κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ-ουργός, ταπητ-ουργός].