λευκίτης
English (LSJ)
[ῑ], ου, Dor. -ᾱς, ὁ, A = λευκός 11, of a ram, Theoc.5.147.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, Θεόκρ. 5. 147.
Greek Monolingual
ο (Α λευκίτης, δωρ. τ. λευκίτας) λευκός
νεοελλ.
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του καλίου το οποίο είναι ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδών
αρχ.
(για κριάρι) λευκός.
Greek Monotonic
λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
λευκῑ́της, ου, ὁ, = λευκός, Theocr.]