μαγείραινα
From LSJ
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
English (LSJ)
ἡ, fem. of μάγειρος, οὐδεὶς… μαγείραιναν εἶδε πώποτε Pherecr.64.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγείραινα: ἡ, θηλ. τοῦ μάγειρος, Φερεκρ. ἐν «Ἰπνῷ» 1, Σχόλ. Λυκόφρ. 578.
Greek Monolingual
μαγείραινα, ἡ (Α)
βλ. μάγειρος.