μαστώδης
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
ες, = μαστοειδής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μαστώδης: -ες, = μαστοειδής, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ες (Α μαστώδης, -ῶδες) μαστός
αυτός που μοιάζει με μαστό κατά το σχήμα, μαστοειδής
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς.