ξενοτάφιον
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English (LSJ)
[ᾰ], τό, gloss on πολυάνδριον, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοτάφιον: κοιμητήριον πρὸς ταφὴν ξένων, ὡς ξένον ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ ξενοταφίῳ Ἰω. Μόσχ. ἐν τῷ Λειμωναρ. 88, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. πολυάνδριον.
Greek Monolingual
ξενοτάφιον, τὸ (ΑΜ)
τόπος για ταφή ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + τάφος (πρβλ. κενοτάφιον)].