οἰκονόμημα
English (LSJ)
ατος, τό, A administration, πᾶν τὸ πρὸς τὴν διαδοχὴν ἀνῆκον οἰ. IG22.1099 (ii A.D.): pl., OGI453.19 (M. Antonius).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκονόμημα: τό, τὸ οἰκονομεῖν τι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2737a. 20.
Greek Monolingual
οἰκονόμημα, τὸ (Α) οικονομώ
διεύθυνση, διαχείριση.