οικονομώ
From LSJ
Greek Monolingual
-έω και -άω και κονομάω (ΑΜ οἰκονομῶ, -έω) οικονόμος
νεοελλ.
1. κάνω οικονομίες, αποταμιεύω για μελλοντικές μου ανάγκες («δεν μπόρεσε να οικονομήσει τίποτε ύστερα από τόσα χρόνια εργασίας»)
2. εξοικονομώ, εξευρίσκω, προμηθεύομαι
3. παρέχω σε κάποιον κάτι που δεν έχει, βολεύω
4. μέσ. οικονομιέμαι
κατορθώνω να αποκτήσω κάτι που αποκτάται δύσκολα ή κάτι δυσεύρετο («οικονομήθηκα από βενζίνη»)
5. φρ. «τά (οι)κονομάω» — αποκτώ πολλά χρήματα
μσν.-αρχ.
1. διαχειρίζομαι ως οικονόμος
2. κατευθύνω («τὸν ἴδιον βίον οἰκονομεῖν», Εύφρ.)
3. διοικώ («πολιτεία ἀρίστη ἡ ὑπὸ τῶν ἀρίστων οἰκονομουμένη», Αριστοτ.)
αρχ.
1. διανέμω, απονέμω, παρέχω
2. δαπανώ, ξοδεύω
3. μτφ. α) (για ποιητή ή πεζογράφο) διευθετώ καλά τα μέρη του ποιήματος ή του λόγου
β) επεξεργάζομαι υλικό.