παρδαλήφορος

From LSJ
Revision as of 16:12, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρδᾰλήφορος Medium diacritics: παρδαλήφορος Low diacritics: παρδαλήφορος Capitals: ΠΑΡΔΑΛΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pardalḗphoros Transliteration B: pardalēphoros Transliteration C: pardaliforos Beta Code: pardalh/foros

English (LSJ)

ον, A leopard-borne, π. δέρος leopard's skin, S.Fr.11.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για το δέρμα της λεοπάρδαλης) αυτό το οποίο φέρει η λεοπάρδαλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + -φόρος (< φέρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.].