περισπόρια

Revision as of 18:05, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

English (LSJ)

τά, A suburbs, LXX Jo.21.2, 1 Ch.6.55(40), al.

Greek (Liddell-Scott)

περισπόρια: τά, ἀμφίβ. λέξ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. σημαίνουσα τὰ προάστεια πόλεως.

Greek Monolingual

τὰ, Α περισπείρω
τα προάστια («δοῡναι ἡμῑν πόλεις κατοικεῑν καί τὰ περισπόρια τοῖς κτήνεσιν ἡμῶν», ΠΔ).