περισπείρω

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισπείρω Medium diacritics: περισπείρω Low diacritics: περισπείρω Capitals: ΠΕΡΙΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: perispeírō Transliteration B: perispeirō Transliteration C: perispeiro Beta Code: perispei/rw

English (LSJ)

spread all round, Apollod.Poliorc.145.13 (Pass.), Ach. Tat.Intr.Arat.1:—Pass., -σπείρεται φλόξ Gal.7.314.

German (Pape)

[Seite 592] umher säen, streuen, ringsumher ausstreuen, δρόσον, Eur. Andr. 167, v.l.

Greek (Liddell-Scott)

περισπείρω: διασπείρω τῇδε κἀκεῖσε, ἀπεράντους ζητήσεις καὶ λογομαχίας περισπείροντες Γρηγ. Θαυματ. σ. 7C, κλ.

Greek Monolingual

Α
σπείρω κυκλικά, διασπείρω, διασκορπίζω ολόγυρα («ἀπεράντους ζητήσεις καὶ λογομαχίας περισπείροντες», Γρηγ. Θαυμ.).