περισπόρια
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
τά, suburbs, LXX Jo.21.2, 1 Ch.6.55(40), al.
Greek (Liddell-Scott)
περισπόρια: τά, ἀμφίβ. λέξ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. σημαίνουσα τὰ προάστεια πόλεως.
Greek Monolingual
τὰ, Α περισπείρω
τα προάστια («δοῦν
αι ἡμῖν πόλεις κατοικεῖν καί τὰ περισπόρια τοῖς κτήνεσιν ἡμῶν», ΠΔ).