προαγωγεύς
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
έως, ὁ, = προαγωγός, dub. in D.C.46.6.
Greek (Liddell-Scott)
προαγωγεύς: έως, ὁ, = προαγωγός, Δίων Κ. 46. 6, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
βλ. προαγωγέας.