προκαταταχέω

Revision as of 17:05, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

A to be beforehand, get the start of another, τινος S.E.M.10.145 sq.; with v.l. προκατατᾰχύνω, ib.153:—Pass., of ships, -ταχούμενα ὑπὸ τοῦ ῥεύματος Gem.12.18.

German (Pape)

[Seite 729] durch Zuvorkommen einnehmen, S. Emp. adv. phys. 2, 145, öfter; ib. 153 ist προκαταταχύνω v. l.

Greek (Liddell-Scott)

προκατατᾰχέω: προφθάνω ταχύτερον, προλαμβάνω, προηγοῦμαι, τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 145 κἑξ.· αὐτόθι 153, ὑπάρχει διάφορ. γραφ. προκατατᾰχύνω.

Russian (Dvoretsky)

προκατατᾰχέω: превзойти в скорости, опережать (τινος Sext.).