πρόχωλος

Revision as of 13:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A very lame or halt, Luc.Ocyp.146.

German (Pape)

[Seite 800] sehr lahm, Luc. Ocyp. 146.

Greek (Liddell-Scott)

πρόχωλος: -ον, πολὺ χωλός, ὁλωσδιόλου χωλός, Λουκ. Ὠκύπ. 146.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait boiteux.
Étymologie: πρό, χωλός.

Greek Monolingual

-ον, Α χωλός
εντελώς χωλός, κουτσός.

Greek Monotonic

πρόχωλος: -ον, πολύ χωλός, κουτσός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πρόχωλος: сильно хромающий Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόχωλος -ον [πρό, χωλός] kreupel.

Middle Liddell

πρό-χωλος, ον,
very lame or halt, Luc.