πρόχωλος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 800] sehr lahm, Luc. Ocyp. 146.
Greek (Liddell-Scott)
πρόχωλος: -ον, πολὺ χωλός, ὁλωσδιόλου χωλός, Λουκ. Ὠκύπ. 146.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
πρόχωλος: сильно хромающий Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόχωλος -ον [πρό, χωλός] kreupel.