πρόσκρανον

Revision as of 16:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

v. ποτίκρανον.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκρᾱνον: ἴδε ποτίκρανον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ποτίκρανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κρανον (< κράνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ποτί-κρανον].

Greek Monotonic

πρόσκρᾱνον: βλ. ποτί-κρανον.

Russian (Dvoretsky)

πρόσκρᾱνον: дор. ποτίκρᾱνον τό подушка Theocr.

Middle Liddell

v. ποτί-κρανον