στρογγυλόπλευρος
English (LSJ)
ον, round-sided, of an eel, Stratt. 44.
German (Pape)
[Seite 955] mit runden Seiten, an den Seiten rund, Strattis bei Ath. VII, 327 e.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων στρογγύλας πλευράς, ἐπὶ τῆς ἐγχέλεως, Στράττις ἐν «Φιλ.» 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για χέλι) αυτός που έχει στρογγυλές πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό-πλευρος].