χέλι

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

το, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών ευρύαλων τελεόστεων ιχθύων, με οφιόμορφο σώμα και γλοιώδες γυμνό δέρμα, της οικογένειας anguillidae της τάξης άποδες, που, μολονότι αναπτύσσονται στα γλυκά νερά, μεταναστεύουν στη θάλασσα για να αναπαραχθούν
2. φρ. «γλιστράει σαν το χέλι» — ξεφεύγει με ευκολία από δύσκολες καταστάσεις
3. παροιμ. α) «χέλια πήγε να πιάσει και θολώνει το νερό» — λέγεται για κάποιον που χρησιμοποιεί μέσα τα οποία δεν θα τον βοηθήσουν να πετύχει το σκοπό του
β) «όταν έτρωγες τα χέλια, ήσουνα χαρές και γέλια» — είχες κι εσύ κάποτε πολλούς εραστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐγχέλειον, υποκορ. του ἔγχελυς «χέλι»].