χέλι
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών ευρύαλων τελεόστεων ιχθύων, με οφιόμορφο σώμα και γλοιώδες γυμνό δέρμα, της οικογένειας anguillidae της τάξης άποδες, που, μολονότι αναπτύσσονται στα γλυκά νερά, μεταναστεύουν στη θάλασσα για να αναπαραχθούν
2. φρ. «γλιστράει σαν το χέλι» — ξεφεύγει με ευκολία από δύσκολες καταστάσεις
3. παροιμ. α) «χέλια πήγε να πιάσει και θολώνει το νερό» — λέγεται για κάποιον που χρησιμοποιεί μέσα τα οποία δεν θα τον βοηθήσουν να πετύχει το σκοπό του
β) «όταν έτρωγες τα χέλια, ήσουνα χαρές και γέλια» — είχες κι εσύ κάποτε πολλούς εραστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐγχέλειον, υποκορ. του ἔγχελυς «χέλι»].