συννεανιεύομαι

Revision as of 19:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

wanton youthfully together, ἀλλήλοις D.C.51.8, cf. 72.4.

Greek (Liddell-Scott)

συννεᾱνιεύομαι: ἀποθ., ὁμοῦ νεανικῶς φέρομαι, Δίων Κ. 51. 8., 72. 4.

Greek Monolingual

Α
φέρομαι νεανικά, συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νεανιεύομαι «βρίσκομαι σε νεαρή ηλικία, ενεργώ σαν να είμαι ανώριμος»].