συρμαϊσμός

Revision as of 19:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, use of an emetic, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Hp.Art.40, cf. Gal.18(1).484, Ruf. Interrog.70, Ps.-Diocl.ap Paul.Aeg.1.100.

Greek (Liddell-Scott)

συρμαϊσμός: ὁ, ἡ χρῆσις ἐμετικοῦ φαρμάκου, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συρμαΐζω
η χρησιμοποίηση συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου
αρχ.
ο χυμός του φυτού συρμαία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρμαϊσμός -οῦ, ὁ [συρμαΐζω] het gebruik van braakmiddelen.