τονή

From LSJ
Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τονή Medium diacritics: τονή Low diacritics: τονή Capitals: ΤΟΝΗ
Transliteration A: tonḗ Transliteration B: tonē Transliteration C: toni Beta Code: tonh/

English (LSJ)

ἡ, prolongation of a note at the same pitch, Cleonid.Harm.14.

Greek (Liddell-Scott)

τονή: ἡ, ἐν τῇ μελοποιΐα, «... τονὴ δὲ ἡ ἐπὶ πλείονα χρόνον μονὴ κατὰ μίαν γενομένη προφορὰν τῆς φωνῆς» Εὐκλ. Εἰσαγ. Ἁρμον. σ. 22, 7.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(μουσ.-μετρ.) η παράταση της φωνής στον ίδιο μουσικό φθόγγο και στον ίδιο τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τεχνικός όρος που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τον- της ρίζας του ρ. τείνω (βλ. λ. τείνω)].