φατέον
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
(φημί) A one must say, Pl.Lg.864a, Sph.237e, Plb.2.21.8; one must call, εὐγενεῖς Jul.Or.2.83b: abs., one must say 'yes', assent, Pl.Phlb.40b, etc.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φημί, ῥητέον, Πλάτ. ἐν Φιλήβῳ 40Β, Σοφιστ. 237Ε, κλπ.
Greek Monotonic
φᾰτέον: ρημ. επίθ. του φημί, αυτό που πρέπει να ειπωθεί, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φᾰτέον: adj. verb. к φημί.