ἀγαθοθελής
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ές, benevolent, Antigonus ap.Heph.Astr. 2.18, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθοθελής: -οῦς, ὁ, ἡ, καλοθελητής, Βίος Ἁγ. Συλβέστρου.
Spanish (DGE)
-ές
benévolo Antigonus en Heph.Astr.Epit.4.26.28, Gloss.2.215.