ἀπρόσλογος
English (LSJ)
ον, not to the point, Sch.Ar. V.1311, al. Adv. -γως Plb.9.36.6.
German (Pape)
[Seite 339] nicht zur Sache gehörig, Schol. Ar. – Adv., ἀπροσλόγως, zur Unzeit, Pol. 9, 36, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσλογος: -ον, ἄκαιρος, ἀκατάλληλος, ἄτοπος, Ὠριγέν. - Ἐπίρρ. -γως Πολύβ. 9. 36, 6.
Spanish (DGE)
-ον
1 inoportuno, inconveniente ὄνομα Artem.1.11, ἀπρόσλογα γεγραφέναι Origenes Cels.6.49, ὕμνος Sch.Pi.N.3.114b, ἡ εἰκασία Sch.Ar.Ec.126, ταῦτα Sch.Ar.V.1311.
2 adv. -ως inoportunamente, inconvenientemente ποιήσω γὰρ τοῦτο νῦν οὐκ ἀ. Plb.9.36.6, ἀ. παίζει Sch.Ar.V.1172.