ἀρρενομίκτης
From LSJ
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
English (LSJ)
ου, ὁ, = ἀρρενοκοίτης, (ἀρσ-) Man.4.590.
Greek Monolingual
ἀρρενομίκτης, ο (Α)
ο αρσενοκοίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -μικτης < μείγνυμι].