ἀστυγειτονικός

Revision as of 12:45, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

ή, όν, A of or with neighbours, πόλεμος Plu.2.87e.

German (Pape)

[Seite 379] πόλεμος, ein Krieg mit den Gränznachbarn, Plut. de cap. ex host. util. p. 272.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστῠγειτονικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀστυγείτονος, ὁ μετὰ ἀστυγειτόνων, πόλεμος Πλούτ. 2. 87Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les villes voisines.
Étymologie: ἀστυγείτων.

Spanish (DGE)

-ή, -όν que es entre ciudades vecinas πόλεμος Plu.2.87d.

Greek Monolingual

ἀστυγειτονικός, -ή, -όν (Α) αστυγείτων
ο σχετικός με τους αστυγείτονες.

Russian (Dvoretsky)

ἀστῠγειτονικός: ведущийся с (или между) соседями (πόλεμος Plut.).