ἁπαλοσώματος
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ον, of tender body, Ar.Fr.54 D.
Greek Monolingual
ἁπαλοσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει τρυφερό σώμα.