ἐκτεκταίνομαι
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
aor. I ἐξετεκτηνάμην, construct, τὰς φλιὰς τῶν ὀνίσκων Hp.Art.47.
Greek Monolingual
ἐκτεκταίνομαι (Α)
οικοδομῶ.