ἰδιόομαι

Revision as of 16:52, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

English (LSJ)

[ῐδ], (ἴδιος) Med., A make one's own, appropriate, Pl.R.547c, Lg.742b; of literary plagiarism, Phld.D.1.9. 2 make one's friend, τινα D.C.39.29. II Pass., to be specifically constituted, Dam.Pr.34.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιόομαι: (ἴδιος) μέσ., κάμνω τι ἰδικόν μου, λαμβάνω δι᾿ ἐμαυτόν, οἰκειοποιοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 547Β, Νόμ. 742Β, πρβλ. Ἔφορ. 27. 2) κάμνω τινὰ φίλον μου, τινὰ Δίων Κ. 39. 29. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 467.

Greek Monotonic

ἰδιόομαι: (ἴδιος), Μέσ., κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιόομαι: Plat. = ἰδιοποιέομαι.

Middle Liddell

ἰδιόομαι, ἴδιος
Mid. to appropriate to oneself, Plat.