ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
και τζαγκάριος, σαγγάριος, τσανγάριος και τζάγκαρος, ὁ, Μτσαγκάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τζάγγη «είδος βασιλικού υποδήματος» + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -ārius, πρβλ. ταβουλάριος].