ὀπισθότερος
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
α, ον, = ὀπίστερος, Arat.148.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθότερος: -α, -ον, = ὀπίστερος, Ἄρατ. 148.
Greek Monolingual
ὀπισθότερος, -έρα, -ον (Α) όπισθεν
ὀπίστερος.