ῥοϊσμός
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ὁ, (ῥοΐζω) = ὁ τῶν ἵππων ῥισμός (sic), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοϊσμός: ὁ, (ῥοΐζω) κολύμβημα, ἐπὶ ἵππων, «ροϊσμός· ὁ τῶν ἵππων» Ἡσύχ.