κυφαγωγὸς
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
ἵππος, ὁ, a horse that goes with the neck arched, X.Eq.7.10.
Greek (Liddell-Scott)
κῡφᾰγωγὸς: ἵππος, ὁ, βαδίζων μὲ αὐχένα κυρτόν, καμαρωτὸν καὶ τὴν κεφαλὴν κύπτουσαν πρὸς τὰ κάτω, Ξεν. Ἱππ. 7, 10.