παλιμβαλής

Revision as of 14:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, = ὕπτιος, Call.Fr.anon.52.

Greek (Liddell-Scott)

παλιμβαλής: «ὁ ἀνάταυρα πεσὼν» Φώτ., «ὁ ὕπτιος» προστίθησιν ὁ Σουΐδ.

Greek Monolingual

παλιμβαλής, -ές (Α)
ο ύπτιος, ο πεσμένος ανάσκελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βάλλω].