παλιμβαλής

From LSJ

οὔ τι τὰ πολλὰ ἔπη φρονίμην ἀπεφήνατο δόξαν → a multitude of words is no proof of a prudent mind, many words do not declare an understanding heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμβᾰλής Medium diacritics: παλιμβαλής Low diacritics: παλιμβαλής Capitals: ΠΑΛΙΜΒΑΛΗΣ
Transliteration A: palimbalḗs Transliteration B: palimbalēs Transliteration C: palimvalis Beta Code: palimbalh/s

English (LSJ)

παλιμβαλές, = ὕπτιος, Call.Fr.anon.52.

Greek (Liddell-Scott)

παλιμβαλής: «ὁ ἀνάταυρα πεσὼν» Φώτ., «ὁ ὕπτιος» προστίθησιν ὁ Σουΐδ.

Greek Monolingual

παλιμβαλής, -ές (Α)
ο ύπτιος, ο πεσμένος ανάσκελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βάλλω].