χαμαιτύπη
English (LSJ)
ἡ, A harlot, whore, strumpet, prostitute, Timocl.22.2, Men.879, Sam.133, Theopomp.Hist.217 codd.Ath. (χαμαιτύπους codd. Plb.), Phld.Rh.1.236S., Ph.2.48, Plu.2.5b.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιτύπη: [ῡ], ἡ, κοινὴ πόρνη, ὅσον τὸ μεταξὺ μετὰ κορίσκης ἢ μετὰ χαμαιτύπης τὴν νύκτα κοιμᾶσθαι, βαβαὶ Τιμοκλῆς ἐν «Μαραθωνίοις» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 294, Θεόπομ. παρ’ Ἀθην. 260F (φέρεται ἀρσεν. χαμαιτύπους παρὰ Πολυβ 8. 11, 11), πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 5Β, «χαμαιτύπη, οὐ χαμαιτυπίς, δηλοῖ δὲ τὴν ἄδοξον καὶ εὐτελῆ πόρνην» Θωμ. Μάγιστρ. 910.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -τύπη, άλλος τ. του -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα-τύπη].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
χᾰμαιτύπη: (ῠ) ἡ публичная женщина Plut.